- δεσπότειρα
- δεσπότ-ειρα, ἡ, fem. of δεσπότης,A mistress, S. Fr.1040.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσπότειρα — mistress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότειρα — η βλ. δεσπότης … Dictionary of Greek
δεσπότειραν — δεσπότειρα mistress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek